Υπεριδρωσία
Με τον όρο υπεριδρωσία εννοούμε την υπερβολική έκκριση ιδρώτα από τους εκκρινείς ιδρωτοποιούς αδένες.
Αφορά σχεδόν το 3% του πληθυσμού και προσβάλλει εξίσου τα δύο φύλα. Η εμφάνισή της ξεκινά κυρίως κατά τη δεύτερη ή τρίτη δεκαετία της ζωής μας.
Η υπεριδρωσία διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή.
Η πρωτοπαθής υπεριδρωσία είναι συνήθως εστιακή, οφείλεται σε δυσλειτουργία του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και συγκεκριμένα στην υπερδραστηριότητά του. Επίσης μπορεί να παρατηρηθεί σε αγχώδεις καταστάσεις, στο σύνδρομο γευστικής υπεριδρωσίας και σε εκκρινείς σπίλους. Μπορεί να συνδέεται με γενετική προδιάθεση και να είναι κληρονομική. Ξεκινά συνήθως στην παιδική ή εφηβική ηλικία και υπάρχει οικογενειακό ιστορικό.
Η δευτεροπαθής υπεριδρωσία είναι ενδεικτική μιας υποκείμενης συστηματικής νόσου και οφείλεται σε ενδοκρινικές, μεταβολικές ή άλλες διαταραχές (θυρεοτοξίκωση, σακχαρώδης διαβήτης, υπογλυκαιμία, εμμηνόπαυση, νεοπλάσματα και παρανεοπλαστικές εκδηλώσεις όπως νόσος του Hodgkin, μυελοϋπερπλαστικές παθήσεις, λοιμώξεις, καρδιαγγειακά επεισόδια, αντικαταθλιπτικά φάρμακα).
Η θεραπεία της υπεριδρωσίας γινόταν μέχρι τώρα με τους εξής τρόπους:
- Χρήση αποσμητικών προϊόντων και αντιιδρωτικών ουσιών χωρίς ωστόσο ουσιαστικό αποτέλεσμα.
- Ιοντοφόρηση: Πρόκειται για μέθοδο που χρησιμοποιεί νερό βρύσης και ηλεκτρικό ρεύμα έντασης 15-20 mA. Αποτελεί θεραπεία δεύτερης γραμμής, κυρίως για την εστιακή υπεριδρωσία παλαμών και πελμάτων. Η αποτελεσματικότητά της είναι περιορισμένη, απαιτείται συνεχής εφαρμογή καθώς η δράση της είναι χρονικά περιορισμένη. Δεν προτιμάται από τους ασθενείς γιατί είναι χρονοβόρα και δυνητικά επώδυνη όταν υπάρχει τραυματισμός του δέρματος.
- Νευροχειρουργική επέμβαση για την απονεύρωση των ιδρωτοποιών αδένων (μασχαλών και παλαμών) με τη μέθοδο της θωρακοσκοπικής συμπαθεκτομής.
Η σύγχρονη αντιμετώπιση της υπεριδρωσίας γίνεται κυρίως με ενέσεις βοτουλινικής τοξίνης, που εξασφαλίζουν άριστα αποτελέσματα με τις λιγότερο δυνατές αρνητικές επιπτώσεις για τον ασθενή.
BOTOX υπεριδρωσίας
Πρόκειται για ενέσεις βοτουλινικής τοξίνης κυρίως τύπου Α (Botox, Dysport) αλλά και τύπου B (Neurobloc). Η θεραπεία είναι ανώδυνη, σύντομη και το αποτέλεσμα διαρκεί 7-8 μήνες.